ομότιμοι

ομότιμοι
(peers αγγλικά, pαirs γαλλικά). Η ονομασία προέρχεται από τη Μάγκνα Κάρτα (1215), όπου ο όρος πρωτοχρησιμοποιήθηκε –με την αρχική σημασία του ίσοι, λατ. pares– για να τονίσει ότι οι Άγγλοι ευγενείς έπρεπε να δικάζονται από τους ίσους τους. Το πολιτικό βάρος της Βουλής των Λόρδων, και επομένως των ο. περιορίστηκε βαθμιαία. Από το 1911 οι ο. διατηρούν μόνο το δικαίωμα να καθυστερούν την εφαρμογή των νόμων που αποδοκιμάζουν. Στη Γαλλία, ο θεσμός των ο. εφαρμόστηκε από το 1814 έως το 1848. Ο τίτλος, τον οποίο απένειμε ο βασιλιάς, ήταν προσωπικός χωρίς κληρονομική μεταβίβαση. Οι κάτοχοι του συγκροτούσαν τη βουλή των ο., ένα είδος γερουσίας, με τα σύγχρονα κοινοβουλευτικά μέτρα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ὁμότιμοι — ὁμότῑμοι , ὁμότιμος equally valued masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διάδοχος — (5ος αι. μ.Χ.). Επίσκοπος Φωτικής (451 458), παλαιάς πόλης της Ηπείρου, κοντά στη σημερινή Παραμυθιά. Ασχολήθηκε και με τη συγγραφή βιβλίων. Το έργο του Κεφάλαια γνωστικά εκατόν επέδρασε πολύ στους μεταγενέστερους. Άλλα έργα του είναι: Όρασις και …   Dictionary of Greek

  • ομότιμος — η, ο (ΑΜ ὁμότιμος, ον) αυτός στον οποίο αποδίδονται οι ίδιες τιμές, αυτός που τιμάται εξίσου, ισότιμος («μακάρων ὁμότιμος... ἔσται Διόνυσος», Νόνν.) νεοελλ. φρ. «ομότιμος καθηγητής πανεπιστημίου» τίτλος που απονέμεται σε καθηγητή πανεπιστημίου ο… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”